Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μονάχα να

  • 1 μονάχα

    μονάχά 1. επίρρ. только, лишь, исключительно;

    μιά φορά μονάχα — только раз;

    2. μόριο только, однако, при условии;

    ' νάρθεις, μονάχα όχι μ' άδεια χέρια — приходи, но только не с пустыми руками

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μονάχα

  • 2 Απ' τα ρούχα κρίνοντας, εκτίμηση μη δίνεις, μάθε μονάχα απ' την καρδιά τον άνθρωπο

    По одежке встречают, по уму провожают
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' τα ρούχα κρίνοντας, εκτίμηση μη δίνεις, μάθε μονάχα απ' την καρδιά τον άνθρωπο

  • 3 βουνό(ν)

    τό
    1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;

    έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;

    § παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;

    μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;

    βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;

    τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουνό(ν)

  • 4 βουνό(ν)

    τό
    1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;

    έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;

    § παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;

    μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;

    βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;

    τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουνό(ν)

  • 5 κουραμάνα

    η
    1) солдатский хлеб; 2) чёрный хлеб (низкого качества);

    § αυτός είναι μονάχα γιά κουραμάναон только и думает как бы брюхо набить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουραμάνα

  • 6 ξεθαρρεύω

    ξεθαρρεύομαι 1. αμετ.
    1) делаться решительным; приобретать уверенность в себе; 2) переставать бояться, делаться смелее; 3) наглеть; 2. μετ. переставать следить, ослаблять надзор (за детьми и т. п.);

    μην τα ξεθαρρεύεσαι ποτέ μοναχά τους τα παιδιά! — никогда не оставляй детей без надзора!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεθαρρεύω

См. также в других словарях:

  • μονάχα — και μοναχά επίρρ. τροπ. 1. μόνο: Τον έχω δει μονάχα δυο φορές. 2. όμως, με τον όρο: Πήγαινε, μονάχα μην αργήσεις να γυρίσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναχά — μοναχά̱ , μοναχή fem nom/voc/acc dual μοναχά̱ , μοναχή fem nom/voc sg (doric aeolic) μοναχός unique neut nom/voc/acc pl μοναχά̱ , μοναχός unique fem nom/voc/acc dual μοναχά̱ , μοναχός unique fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάχα — (Μ μονάχα) επίρρ. βλ. μοναχός …   Dictionary of Greek

  • μοναχά — (Μ μοναχά) επίρρ. βλ. μοναχός …   Dictionary of Greek

  • μοναχάς — μοναχά̱ς , μοναχή fem acc pl μοναχά̱ς , μοναχός unique fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαδολογώ — (μονάχα στον ενεστ. και τον πρτ.), παίζω τις αμάδες: Χαράκια (βράχους) αμαδολόγαγε (ακριτικό τραγούδι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»